- φανερωτής
- οαυτός που φανερώνει, που αποκαλύπτει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φανερωτής — ο /φανερωτής, οῡ, ΝΑ, θηλ. φανερώτρια, Ν [φανερῶ / ώνω] αυτός που φανερώνει, που παρουσιάζει ή αποκαλύπτει κάτι … Dictionary of Greek
φανερωταί — φανερωτής one who makes manifest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα … Dictionary of Greek